-
1 μιτρόω
II [voice] Med., wear aμίτρα, Διονυσιακὸν τὸ μιτροῦσθαι Str.15.1.58
;μ. τὰς κόμας Id.15.1.71
;μιτρωσάμενοι τὰ μέτωπα Id.3.3.7
.
См. также в других словарях:
μιτρώ — μιτρῶ, όω (Α) [μίτρα (Ι)] 1. περιβάλλω κάτι με ζώνη, με μίτρα 2. μέσ. μιτροῡμαι, όομαι δένω με μίτρα, με ταινία («μιτρωσάμενοι δὲ τὰ μέτωπα μάχονται», Στράβ.) … Dictionary of Greek